νιτρωδοβακτήριο

νιτρωδοβακτήριο
το
συν. στον πληθ. τα νιτρωδοβακτήρια
βιολ. αυτότροφα αζωτοβακτήρια που οξειδώνουν την αμμωνία σε νιτρώδη άλατα, όπως είναι το Nitrosomonas europea.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”